- δεινοκάθεκτος
- δεινοκάθεκτος, ο (Α)εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek